- μαρμαρυγαῖς
- μαρμαρυγήflashingfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρμαρυγή — η (AM μαρμαρυγή) λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού… … Dictionary of Greek
ЕВФИМИЯ ВСЕХВАЛЬНАЯ — († нач. IV в.), вмц. Халкидонская (пам. 16 сент., 11 июля), пострадала при имп. Диоклетиане. Год ее смерти неизвестен, возможно 303 или 304 г. Сохранилось большое количество анонимных редакций Мученичества Е. В. (в основном неизданные).… … Православная энциклопедия